- αλαφροπερπάτητος
- -η, -ο [αλαφροπερπατώ]αυτός που περπατά ελαφρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφροπερπατώ — ( άω) περπατώ ελαφρά, αθόρυβα, αλαφροπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + περπατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπερπάτητος] … Dictionary of Greek